αλλότροπος

αλλότροπος
η , ο [ος , ον ]
1) особенный, своеобразный; 2) разный, различный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αλλότροπος" в других словарях:

  • αλλότροπος — η, ο (Α ἀλλότροπος, ον) αυτός που εμφανίζεται κατ άλλο τρόπο, ασυνήθιστος, παράδοξος, αλλόκοτος ΙΙ επίρρ. ἀλλοτρόπως με άλλο, με διαφορετικό τρόπο, ποικιλοτρόπως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + τρόπος. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. ἀλλοτροπία νεοελλ. αλλοτροπικός,… …   Dictionary of Greek

  • ἀλλοτρόπως — ἀλλότροπος strange adverbial ἀλλότροπος strange masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλότροπον — ἀλλότροπος strange masc/fem acc sg ἀλλότροπος strange neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοτρόπων — ἀλλότροπος strange masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοτρόπῳ — ἀλλότροπος strange masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Изомерия — (хим.). В 1824 г. Либихом и Гей Люссаком был установлен состав гремучекислого серебра (см.), при чем, на основании полученных данных, они признали безводную [Согласно господствовавшему в химии в начале нынешнего столетия взгляду, кислотами… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… …   Dictionary of Greek

  • αλλοτροπία — Ιδιότητα που έχουν ορισμένες ουσίες να παρουσιάζονται με διάφορες μορφές ανάλογα με τις συνθήκες θερμοκρασίας ή πίεσης στις οποίες βρίσκονται. Οι μορφές αυτές παρουσιάζουν διαφορετική φυσική και χημική συμπεριφορά, σε ειδικές όμως περιπτώσεις… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»